Σμίλα — Σμίλᾱ , Σμίλα fem nom/voc/acc dual Σμίλα fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμίλα — I Πόλη στην αρχαία Μακεδονία, στην περιοχή της Χαλκιδικής, η οποία παραχώρησε στρατό και πλοία στον Ξέρξη το 480 π.Χ. II Πεδινός οικισμός (528 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην επαρχία Ηλείας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (528κάτ … Dictionary of Greek
σμίλα — η σμίλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σμίλας — Σμίλᾱς , Σμίλα fem acc pl Σμίλᾱς , Σμίλα fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμίλαι — Σμίλα fem nom/voc pl Σμίλᾱͅ , Σμίλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμιλῶν — Σμίλα fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμῖλαν — σμῖλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμίλαις — Σμίλα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμίλαισι — Σμίλα fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμίλαν — Σμίλα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)